- προσριζόφυλλος
- προσριζόφυλλος, ον,A with sessile leaves, Thphr.HP6.6.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσριζόφυλλος — with sessile leaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσριζόφυλλος — ον, Α (για φυτά) αυτός που έχει φύλλα κοντά στη ρίζα, αυτός που έχει άμισχα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ῥιζόφυλλος (< ῥίζα + φύλλον)] … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek